τεταγμένως

Revision as of 16:01, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of τάσσω,

   A in orderly manner, regularly, ποιεῖν τι X.Oec.8.3; ἄρχεσθαι Pl.Lg.700d; πολιτεύεσθαι Isoc.8.49; παραθεῖναι κἀφελεῖν Sosip.1.48.    2 Math. in Conics, ordinate-wise, κατάγειν, ἀνάγειν, hence ἡ τεταγμένως the ordinate, Apollon.Perg.Con. 1 Def.4, al., cf. Archim.Aequil.2.

German (Pape)

[Seite 1096] adv. part. perf. pass. von τάσσω, geordnet, regelmäßig, Plat. Legg. III, 700 c; zur gehörigen Zeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τεταγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθητ. πρκμ. τοῦ τάσσω, κατὰ τρόπον τακτικόν, κανονικῶς, ἐν τάξει, ποιεῖν τι Ξεν. Οἰκ. 8, 3· ἄρχεσθαι Πλάτ. Νόμ. 700C· πολιτεύεσθαι Ἰσοκρ. 169C.

French (Bailly abrégé)

adv.
en ordre, régulièrement.
Étymologie: part. pf. Pass. de τάσσω.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. τεταγμένος.

Greek Monotonic

τεταγμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του τάσσω, με τακτικό τρόπο, με τάξη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τεταγμένως: надлежащим образом, правильно (ἄρχεσθαι Plat.; πολιτεύεσθαι Isocr.; διαιτᾶσθαι Plut.).

Middle Liddell

[adverb from part. perf. pass. of τάσσω
in orderly manner, Xen.