ἐπίκριον
English (LSJ)
τό, (ἴκρια)
A yard-arm, Od.5.254,318, A.R.2.1262, etc.
German (Pape)
[Seite 953] τό, die quer über den Mastbaum hinlaufende Segelstange, Rahe, Od. 5, 254. 318; Ap. Rh. 2, 1264, wo der Schol. aber τὰ τῆς νηὸς σανιδώματα erkl.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκριον: τό, ἡ κεραία, ἤτοι «τὸ πλάγιον ξύλον τοῦ ἱστοῦ, ᾧ προσδέδεται τὰ ἄρμενα» (Σχολ.), ἐν δ’ ἱστὸν ποίει καὶ ἐπίκριον ἄρμενον αὐτῷ Ὀδ. Ε. 254, 318, Λατ. antenna navis.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
antenne de vaisseau.
Étymologie: ἐπί, ἰκρίον.
English (Autenrieth)
yard of a ship, Od. 5.254 and 318.
Greek Monotonic
ἐπίκριον: τό, κεραία, αντένα ιστίου πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκρῐον: τό рея (ἱστὸς καὶ ἐ. ἄρμενον αὐτῷ Hom.).