ἰαυθμός
English (LSJ)
ὁ, (ἰαύω)
A sleeping-place, esp. of wild beasts, den, lair, Lyc. 606 (pl.). II sleep, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1234] ὁ, der Ort, wo man schläft, bes. Aufenthaltsort, Lager der Thiere, Lycophr. 606; Stall, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἰαυθμός: ὁ, (ἰαύω) τόπος, κοίτη, ὅπου τὰ κτήνη αὐλίζονται, ἰδίως σπήλαιον, Λυκόφρ. 606, Ἡσύχ. ΙΙ. ὕπνος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἰαυθμός και ἰαθμός, ὁ (Α)
1. φωλιά, σπηλιά
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαύω «διανυκτερεύω» + -θμος].