ἰαυθμός

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰαυθμός Medium diacritics: ἰαυθμός Low diacritics: ιαυθμός Capitals: ΙΑΥΘΜΟΣ
Transliteration A: iauthmós Transliteration B: iauthmos Transliteration C: iafthmos Beta Code: i)auqmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἰαύω)
A sleeping-place, especially of wild beasts, den, lair, Lyc. 606 (pl.).
II sleep, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1234] ὁ, der Ort, wo man schläft, bes. Aufenthaltsort, Lager der Tiere, Lycophr. 606; Stall, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰαυθμός: ὁ, (ἰαύω) τόπος, κοίτη, ὅπου τὰ κτήνη αὐλίζονται, ἰδίως σπήλαιον, Λυκόφρ. 606, Ἡσύχ. ΙΙ. ὕπνος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἰαυθμός και ἰαθμός, ὁ (Α)
1. φωλιά, σπηλιά
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὕπνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαύω «διανυκτερεύω» + -θμος].