ἔμμορος

Revision as of 16:21, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον, (μείρομαι)

   A partaking in, endued with, τιμῆς . . ἔμμοροί εἰσι καὶ αἰδοῦς Od.8.480.    II ἔμμορον· εἱμαρμένον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 809] theilhaftig, τιμῆς καὶ αἰδοῦς Od. 8, 480; dah. glücklich, Byz. Anath. 26 (aber Plan. 72 steht ἔμπορε). – Vom Schicksal zugetheilt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμμορος: -ον, (μείρομαι) μετέχων τινός, τιμῆς... ἔμμοροί εἰσι καὶ αἰδοῦς Ὀδ. Θ. 480· εὐεπίης Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1089. 6. ΙΙ. (μόρος) εὐτυχής, τυχηρός, Ἀνθ. Πλαν. 4. 72. 2) ἔμμορον· «εἱμαρμένον» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a sa part de, gén..
Étymologie: ἐν, μείρομαι.

English (Autenrieth)

(μείρομαι): sharing in, τῖμῆς, pl., Od. 8.480†.

Spanish (DGE)

-ον
1 partícipe de, dotado de c. gen. τιμῆς ἔμμοροί εἰσι καὶ αἰδοῦς Od.8.480, s. cont. Fun.Mon.1041.5 (Atenas II/III d.C.), cf. ἔ.· τετευχώς Hsch.
2 afortunado Ῥώμα AP 16.72.
3 predestinado, decretado por el destino ἔμμορον· εἱμαρμένον Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ἔμμορος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, μέτοχος, κοινωνός.
(II)
ἔμμορος, -ον (Α)
τυχερός.

Greek Monotonic

ἔμμορος: -ον (ἐν, μείρομαι),·
I. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι, που έχει προικιστεί με αυτό, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
II. (μόρος) τυχερός, καλόμοιρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἔμμορος: (со)причастный, обладающий: τιμῆς ἔ. καὶ αἰδοῦς Hom. чтимый и уважаемый.

Middle Liddell

ἔμ-μορος, ον [ἐν, μείρομαι
I. partaking in, endued with a thing, c. gen., Od.
II. (μόροσ) fortunate, Anth.