ἔμμορος
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἔμμορον, (μείρομαι)
A partaking in, endued with, τιμῆς.. ἔμμοροί εἰσι καὶ αἰδοῦς Od.8.480.
II ἔμμορον· εἱμαρμένον, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 partícipe de, dotado de c. gen. τιμῆς ἔμμοροί εἰσι καὶ αἰδοῦς Od.8.480, s. cont. Fun.Mon.1041.5 (Atenas II/III d.C.), cf. ἔ.· τετευχώς Hsch.
2 afortunado Ῥώμα AP 16.72.
3 predestinado, decretado por el destino ἔμμορον· εἱμαρμένον Hsch.
German (Pape)
[Seite 809] theilhaftig, τιμῆς καὶ αἰδοῦς Od. 8, 480; dah. glücklich, Byz. Anath. 26 (aber Plan. 72 steht ἔμπορε). – Vom Schicksal zugetheilt, Hesych.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a sa part de, gén..
Étymologie: ἐν, μείρομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἔμμορος: (со)причастный, обладающий: τιμῆς ἔ. καὶ αἰδοῦς Hom. чтимый и уважаемый.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμορος: -ον, (μείρομαι) μετέχων τινός, τιμῆς... ἔμμοροί εἰσι καὶ αἰδοῦς Ὀδ. Θ. 480· εὐεπίης Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1089. 6. ΙΙ. (μόρος) εὐτυχής, τυχηρός, Ἀνθ. Πλαν. 4. 72. 2) ἔμμορον· «εἱμαρμένον» Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
(μείρομαι): sharing in, τῖμῆς, pl., Od. 8.480†.
Greek Monolingual
(I)
ἔμμορος, -ον (Α)
αυτός που παίρνει μέρος σε κάτι, μέτοχος, κοινωνός.
(II)
ἔμμορος, -ον (Α)
τυχερός.
Greek Monotonic
ἔμμορος: -ον (ἐν, μείρομαι),·
I. αυτός που έχει μερίδιο σε κάτι, που έχει προικιστεί με αυτό, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.
II. (μόρος) τυχερός, καλόμοιρος, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἔμ-μορος, ον [ἐν, μείρομαι
I. partaking in, endued with a thing, c. gen., Od.
II. (μόροσ) fortunate, Anth.