μυθοποιία

Revision as of 17:21, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἡ,

   A making of fables, invention, Str.1.1.19, al., D.S.1.96, Ph.1.177 (pl.), Corn.ND 17 (pl.), Plu.2.348a.

Greek (Liddell-Scott)

μῡθοποιία: ἡ, ἡ ἐπινόησις μύθων, Διόδ. 1. 69, Πλούτ. 2. 348Α·

Greek Monolingual

η (Α μυθοποιία) μυθοποιός
η επινόηση μύθων, μυθοποίηση («ἡ ποιητική περὶ μυθοποιΐαν ἐστί», Πλούτ.).