μυθοποιός
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ὁ, composer of fiction, Pl.R. 377b, Luc. Herm.73; fabulist, Jul.Or.7.227b.
German (Pape)
[Seite 215] Sagen, Fabeln erdichtend, Plat. Rep. II, 377 b u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui imagine des fables, des fictions.
Étymologie: μῦθος, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
μῡθοποιός: слагающий мифы, сочиняющий сказания Plat., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
μῡθοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, πλάττων μυθικὰ διηγήματα, Πλάτ. Πολ. 377Β, Λουκ. Ἑρμότ. 73.
Greek Monolingual
-ὁ (Α μυθοποιός, -όν)
αυτός που πλάθει, που επινοεί μύθους, ο μυθοπλάστης («οὐδείς τε ἐκ τῶν μύθων ἄγνοιαν αἰτιᾱται τῶν μυθοποιῶν», Στράβ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. μυθοπλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + -ποιός].
Greek Monotonic
μῡθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που πλάθει μυθικά αφηγήματα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μῡθο-ποιός, όν ποιέω
making mythic legends, Plat.