ἐπιτρεπτέον

Revision as of 17:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A one must commit, permit, c. dat., X.Hier.8.9, Pl. Smp.213e ; τινὶ περί τινος Men.Epit.2 ; τινί c.inf., Jul.Or.2.85d : also pl., ἐκείνοισι..οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Hdt.9.58.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρεπτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐπιτρέπω, δεῖ ἐπιτρέπειν, Ξεν. Ἱέρ. 8. 9, Πλάτ. Συμπ. 213Ε· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐκείνοισι... οὐκ ἐπιτρεπτέα ἐστί Ἡρόδ. 9. 58.

Greek Monotonic

ἐπιτρεπτέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να επιτρέψει κάποιος, σε Ξεν.· ομοίως, στον πληθ. ἐπιτρεπτέα, σε Ηρόδ.