ἑτεροεθνής

Revision as of 18:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ές,

   A of another tribe, foreign, Str.8.1.2, Ph.2.400.

German (Pape)

[Seite 1048] ές, von einem andern Volke, Strab. II p. 128 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτεροεθνής: -ές, εἰς ἕτερον ἔθνος ἀνήκων, ξένος, Στράβ. 128, Κλήμ. Ἀλεξ. 478.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ἑτεροεθνής, -ές)
αυτός που ανήκει σε άλλο έθνος, ο ομοεθνής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -εθνής (< έθνος), πρβλ. αλλο-εθνής].