ὑπομενετικός

Revision as of 18:24, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to undergo, patient of, τῶν δεινῶν Arist.EN1115a25 (Comp.); κινδύνων Id.EE1232a26; πρὸς λύπας ib. 1229b5.    2 obstinate, διδασκαλίαι Demetr.Lac.Herc.1012.47. Codd. also have ὑπομενητικός or ὑπομενε-μονητικός, Hp.Decent.3, Pl.Def. 412b, 416a, Arist.VV1250b14, Chrysipp.Stoic.3.125, Andronic.Rhod. p.576 M., Hierocl. in CA7p.429M. Adv. -κῶς Stoic.3.72.

German (Pape)

[Seite 1225] ή, όν, ausdauernd, aushaltend; Arist. eth. 3, 6; M. Ant. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομενετικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὸ προτέρημα ἢ τὴν δύναμιν νὰ ὑπομένῃ, ὁ ὑπομένων τι, ὑπομονητικός, τῶν δεινῶν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 6, 6· κινδύνων ὁ αὐτ. Ἠθικ. Εὐδ. 3. 5, 2· πρὸς λύπας αὐτόθι 3. 1, 19· - ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ὡσαύτως, ὑπομενητικός ἢ -μονητικός, Πλάτ. Ὅροι 412Β, 416Β, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. καὶ Κακ. 5. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se résigne volontiers, endurant, patient.
Étymologie: ὑπομένω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ, και ὑπομενητικός, -ή, -όν, Α ὑπομενετός / ὑπομενητός
ὑπομονετικός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομενετικόν
η ιδιότητα του υπομονετικού
αρχ.
επίμονος, πεισματάρης.

Greek Monotonic

ὑπομενετικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την δύναμη να υπομένει, υπομονετικός, τῶν δεινῶν, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπομενετικός: и ὑπομενητικός 3 выносливый, терпеливый Plat.: ὑ. τινος и πρός τι Arst. умеющий переносить что-л.

Middle Liddell

ὑπομενετικός, ή, όν
patient of, τῶν δεινῶν Arist.