προτέρημα
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
προτερήματος , τό,
A advantage, superiority, in plural, Plb.1.51.3, 16.20.6, al.; π. φυσικά Phld.Rh.2.87 S., D.S.15.39, cf. Longin.44.3, M.Ant.1.16: less freq. in sg., ἐπὶ μηδενὶ ἐπαρθῇς ἀλλοτρίῳ π. Epict.Ench.6.
2 in war, advantage gained, success, Plb.1.9.7, 2.10.6, D.S.2.19, al.; ἐπὶ τοῦ π. γίγνεσθαι Id.3.54; οὐκ ἔσται τὸ π. σου LXX Jd.4.9, cf. Onos.13.1.
II privilege, τὰ τῆς βασιλείας π. D.S.31.19, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 791] τό, der Vorzug, das Voransein im Raume und in der Zeit, der Vorsprung; bes. der Vorrang, höhere Werth, Vorteil, die Überlegenheit; oft bei Pol., τὰς τῶν πέλας ἁμαρτίας ἴδια προτερήματα νομίζειν, 16, 20, 6; bes. Sieg, 1, 9, 7. 5, 107, 3 u. sonst; τὸ κατὰ τοὺς Ἰλλυριοὺς προτέρημα, der Sieg, 2, 10, 6; u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
προτερήματος (τό) :
supériorité, avantage, mérite supérieur ; particul. :
1 victoire;
2 crédit, honneur, réputation.
Étymologie: προτερέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτέρημα, προτερήματος, τό [προτερέω] succes, overwinning.
Russian (Dvoretsky)
προτέρημα: προτερήματος τό преимущество, преобладание, перевес Diod., Plut.: τὸ κατὰ τοὺς Ἰλλυριοὺς π. Polyb. победа над иллирийцами.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ προτερῶ
1. npoσόν ή χάρισμα φυσικό ή επίκτητο
2. πλεονέκτημα, υπεροχή
3. αρετή
αρχ.
1. πρωτείο βαθμού ή ηλικίας, ανώτερη αξία
2. (στον πόλεμο) επικράτηση, νίκη («θεωρῶν δὲ τοὺς βαρβάρους ἐκ τοῦ προτερήματος θρασέως καὶ προπετῶς αναστρεφομένους», Πολ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «πρόκριμα, προτίμησις»
4. στον πληθ. τὰ προτερήματα
τα προνόμια («τὰ τῆς βασιλείας προτερήματα», Διόδ.).
Greek Monotonic
προτέρημα: -ατος, τό, πλεονέκτημα, νίκη, υπεροχή, σε Πολύβ.
Greek (Liddell-Scott)
προτέρημα: τό, (προτερέω) τὸ προτερεῖν, «πρόκριμα, προτίμησις» Ἡσύχ.· - ἐν τῷ πληθ., πλεονέκτημα, Πολύβ. 16. 20, 6. 2) ἐν τῷ πολέμῳ ὑπεροχή, νίκη, ὁ αὐτ. 1. 9, 7., 2. 10, 6, Διόδ. 3. 71.
Middle Liddell
προτέρημα, ατος, τό, [from προτερέω
an advantage, victory, Polyb.
Translations
success
Afrikaans: sukses; Albanian: sukses; Arabic: نَجَاح; Armenian: հաջողություն; Azerbaijani: uğur, müvəffəqiyyət; Bashkir: уңыш; Basque: arrakasta; Belarusian: поспех; Bengali: কামিয়াবি, সফলতা, সাফল্য; Bulgarian: успех; Burmese: ဇေယျ, အောင်ပန်း; Catalan: succés, èxit; Chechen: аьтто; Chinese Cantonese: 成功; Dungan: чынгун; Mandarin: 成功; Min Nan: 成功; Czech: úspěch, zdar; Danish: succes; Dutch: succes, welgang, goed gevolg; Estonian: edu; Faroese: gott úrslit; Finnish: menestys, onnistuminen; French: succès; Galician: éxito; Georgian: წარმატება; German: Erfolg; Greek: επιτυχία; Ancient Greek: ἐπίτευγμα, ἐπίτευξις, ἐπιτυχία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐημέρημα, εὐημερία, εὐμοιρία, εὐπράγημα, εὐπραγία, εὐπραξία, εὔπραξις, εὐπρηγίη, εὐπρηξίη, εὔροια, εὐτύχημα, κάρτος, κατόρθωμα, κατόρθωσις, κράτος, κρέτος, μεγαλοπραγία, ξυντυχία, οὐριότης, πρᾶξις, προκοπή, προτέρημα, συντυχία, συντυχίη, τὰ χρηστά, τὸ εὐτυχές, τὸ κατορθοῦν, τὸ ὀρθούμενον, τύχη, χάρις; Haitian Creole: siksè; Hebrew: הַצלָחָה; Hindi: सफलता, सफ़लता; Hungarian: eredmény, kimenetel, siker; Icelandic: árangur; Indonesian: keberhasilan, sukses; Ingush: аьттув; Interlingua: successo; Irish: áitheas; Italian: successo; Japanese: 成功; Kannada: ಯಶಸ್ಸು; Kazakh: жетістік, табыс; Khmer: ជោគជ័យ; Korean: 성공(成功); Kurdish Central Kurdish: سەرکەوتن; Kyrgyz: ийгилик, жетишкендик; Ladino: reushita, reushidad, sukseso; Lao: ຄວາມສຳເລັດ, ຜົນສຳເລັດ; Latin: successus, fructus; Latvian: veiksme; Lithuanian: sėkmė; Luxembourgish: Succès; Macedonian: успех; Maori: angitu; Marathi: यश; Mongolian Cyrillic: амжилт; Norwegian Bokmål: suksess; Nynorsk: suksess; Old English: spēd; Pashto: کامراني; Persian: موفقیت, سوکسه; Polish: powodzenie, sukces; Portuguese: sucesso, êxito; Romanian: succes, succese; Russian: успех, удача; Rusyn: успіх; Sanskrit: स्वस्ति; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀спех, у̀спјех; Roman: ùspeh, ùspjeh; Slovak: úspech; Slovene: uspeh; Sorbian Lower Sorbian: wuspěch; Spanish: éxito, acierto; Swedish: framgång, succé; Tagalog: tagumpay; Tajik: муваффақият; Tamil: வெற்றி; Tatar: уңыш; Telugu: లక్ష్యాన్ని చేరుట; Thai: ความสำเร็จ, ผลสำเร็จ; Turkish: başarı, sükse; Turkmen: üstünlik; Ukrainian: успіх; Urdu: کامْیابی; Uyghur: ئۇتۇق, مۇۋەپپەقىيەت; Uzbek: muvaffaqiyat, yutuq; Vietnamese: sự thành công; Volapük: plöp; Welsh: llwyddiant; Yiddish: הצלחה
superiority
Azerbaijani: üstünlük; Belarusian: перавага, старшынства, старшынство; Bulgarian: превъзходство; Catalan: superioritat; Chinese Mandarin: 優勢, 优势, 優越, 优越; Czech: převaha, nadřazenost; Esperanto: supereco; Finnish: paremmuus, etevämmyys; French: supériorité; Galician: superioridade; Georgian: უპირატესობა; German: Überlegenheit; Greek: ανωτερότητα, υπεροχή; Ancient Greek: βελτιότης, διαφορά, ἐκπρέπεια, ἐπικράτεια, ἐπικράτησις, περισσεία, περισσότης, πλεονέκτημα, πλεονεξία, πλεονεξίη, προτέρημα, προτέρησις, ὑπέρβλημα, ὑπερβολή, ὑπεροχή, ὑπερτερία, ὑπερφέρεια; Hungarian: fölény, felsőbbrendűség; Ido: supereso; Irish: ardchéimíocht; Old Irish: prímdacht; Italian: superiorità; Japanese: 高貴, 上級, 高級, 優位; Latin: superioritas; Latvian: pārākums; Manx: mainshtyraght, shareid, fareid, ard-chioneys, laue an eaghtyr; Maori: hiranga; Norwegian Bokmål: overlegenhet; Polish: wyższość, przewaga; Portuguese: superioridade; Romanian: superioritate; Russian: превосходство, старшинство; Slovak: prevaha, nadradenosť; Spanish: superioridad; Swedish: överlägsenhet; Tocharian B: pruccamñe; Turkish: üstünlük, rüçhan, faikiyet; Ukrainian: перевага, вищість, старшинство