ταχυήρης

Revision as of 18:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

English (LSJ)

ες,

   A fast-rowing, rapid, A.Supp.32 (anap.), Opp.H.4.569.

German (Pape)

[Seite 1076] ες, schnell oder leicht rudernd, ὸχος, Aesch. Suppl. 32.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχυήρης: -ες, ὁ ταχέως κωπηλατούμενος, ταχύς, ὁρμητικός, Αἰσχύλ. Ἱκ. 33, Ὀππ. Ἁλ. 4. 569.

Greek Monolingual

-ύηρες, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που κωπηλατείται γρήγορα («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε πόντονδε», Αισχύλ.)
2. (κατ' επέκτ.) ταχύς, ορμητικός («αἵ δ' ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ήρης (ΙΙ) (πρβλ. τρι-ήρης)].

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῠήρης: быстро гребущий, т. е. быстроходный (ὄχος Aesch.).