δικέραιος

Revision as of 13:25, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1, $2-$3")

English (LSJ)

ον,

   A twohorned, two-pointed, στόρθυγξ AP6.111 (Antip.(?)).

Greek (Liddell-Scott)

δῐκέραιος: -ον, δύο κέρατα ἔχων. Ἀνθ. Π.6.111.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux cornes.
Étymologie: δίς, κέρας.

Spanish (DGE)

(δῐκέραιος) -ον
de dos puntas, ahorquilladode la cuerna de ciervo AP 6.111 (Antip.Sid.).

Greek Monotonic

δῐκέραιος: -ον (κέρας), αυτός που έχει δύο κέρατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δικέραιος: двурогий, с двумя остриями (στόρθυγξ Anth.).

Middle Liddell

δῐ-κέραιος, ον adj κέρας
two-horned, two-pointed, Anth.