στόρθυγξ
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
English (LSJ)
υγγος, ὁ or ἡ (both in Lyc.), point, spike, esp. tine of a deer's horn, S.Fr.89.4; δικέραιος στόρθυγξ AP6.111 (Antip.); tusk of a boar, Lyc.492; point or tongue of land, Id.761,865,1406; tag of hair, Com.Adesp.1152; = σαυρωτήρ, Sch.Il.13.443 (v.l. στρόφιγξ). (Cf. στόρθη)
German (Pape)
[Seite 949] υγγος, ἡ, auch στόρθυξ, υγος, ἡ, die Spitze, Zinke, Zacke; κερασφόρους στόρθυγγας ἄρασα, vom Geweih des Hirsches, Soph. frg. 110 bei Ael. H. A. 7, 39; vgl. Jac. A. P. p. 128. 149; Antp. Sid. 27 (VI, 219).
French (Bailly abrégé)
υγγος (ἡ) :
pointe, particul.
I. en parl. d'animaux;
1 défense de sanglier;
2 corne de cerf;
II. pointe de terre.
Étymologie: στορέννυμι.
Syn. I.1) κραντήρ, χαυλιόδων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στόρθυγξ -υγγος, ὁ of ἡ (scherpe) punt.
Russian (Dvoretsky)
στόρθυγξ: υγγος ὁ и ἡ выступ или отросток оленьего рога Soph., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
στόρθυγξ: -υγγος, ὁ, ἢ ἡ (ἀμφοτέρα παρὰ τῷ Λυκόφρ.), ὀξὺ ἄκρον, αἰχμή, ἀκωκή, μάλιστα δὲ τὸ «δόντι» τοῦ κέρατος ἐλάφου, Σοφ. Ἀποσπ. 110· δικέραιος στ. Ἀνθ. Π. 6. 111· ὁ χαυλίοδους ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 492· ἄκρα ἢ γλῶσσα γῆς, ὁ αὐτ. 761, 865, 1406· κόσμημα κόμης, Κωμικ. Ἀνών. 313· - παρὰ τῷ Σχολ.· εἰς Ἰλ. Ν. 443, = σαυρωτὴρ (μετὰ διαφ. γραφ. στρόφιγξ). - Πρβλ. στόνυξ. (Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει στόρθη· ὡς φαίνεται συγγενὲς τοῖς στορύνη, στύραξ).
Greek Monolingual
-υγγος, ἡ, Α
1. μυτερή άκρη της στεριάς
2. το άκρο του κέρατος του ελαφιού
3. ο χαυλιόδοντας του αγριόχοιρου
4. κόσμημα της κόμης, σαυρωτήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στόρ-θ-υγξ, -υγγος (< στόρθη με εκφραστικό επίθημα -υγξ, -υγγος, πρβλ. λάρυγξ, φάρυγξ) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ster- «σταθερός, συμπαγής» (βλ. λ. στερεός), με παρέκταση δασέος οδοντικού συμφώνου -dh- και συνδέεται με αρχ. ισλδ. stirdr «σταθερός, αλύγιστος» και stertr «ουρά», αγγλοσαξ. steort, αρχ. άνω γερμ. sterz].
Greek Monotonic
στόρθυγξ: -υγγος, ὁ ή ἡ, αιχμή, άκρο από το κέρατο ενός ελαφιού, σε Ανθ.
Frisk Etymological English
-υγγος
Grammatical information: m. f.
Meaning: cusp, tine (of an antler), fang, cape etc. (S., Com. Adesp., Lyc., AP a.o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Like the synonym στόνυξ an isolated poetic word with formation like φάρυγξ, σπῆλυγξ, σπόρθυγγες (s. σπύραθοι) a.o. from στόρθη τὸ ὀξὑ τοῦ δόρατος, καὶ ἐπιδορατίς H., which differs from OWNo. stirðr stiff, unbending, storð f. grass, green stalk (IE *sterdh- or stert-, resp. str̥dh-, str̥t-) only in ablaut. Beside it with IE -d- a.o. OWNo. stertr m. birds tail, OHG a. NHG Sterz. Further forms w. lit. in Bq and WP 2, 630, Pok. 1023f. -- Finally to στερεός etc. (s. v.). -- No doubt a Pre-Greek word. (The etym. proposed has nothing to recommend it.) (Not in Furnée.)
Middle Liddell
στόρθυγξ, υγγος,
a point, the tyne of a deer's horn, Anth.
Frisk Etymology German
στόρθυγξ: -υγγος
{stórthugks}
Grammar: m. f.
Meaning: Zacke, Zinke, Sprosse eines Geweihs, Fangzahn, Vorgebirge (S., Kom.Adesp., Lyk.,AP u.a.).
Etymology: Wie das synonyme στόνυξ ein isoliertes poetisches Wort mit Bildung wie φάρυγξ, σπῆλυγξ, σπόρθυγγες (s. σπύραθοι) u.a. von στόρθη· τὸ ὀξὑ τοῦ δόρατος, καὶ ἐπιδορατίς H., das von awno. stirðr steif, unbeugsam, storð f. Gras, grüner Stengel (idg. sterdh- od. stert-, bzw. str̥dh-, str̥t-) nur bezüglich des Ablauts abzuweichen braucht. Daneben mit idg. -d- u.a. awno. stertr m. Vogelschwanz, ahd. u. nhd. Sterz. Weitere Formen m. Lit. bei Bq und WP 2, 630, Pok. 1023f. — Letzten Endes zu στερεός usw. (s. d.).
Page 2,802