χρηστόκαρπος

Revision as of 14:24, 3 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον,

   A having, bearing good fruits, ib.3.6.

German (Pape)

[Seite 1376] gute Früchte tragend, hervorbringend, Strab. 6, 2,3.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἢ παράγων καλοὺς καρπούς, χρηστόκαρπος χώρα Στράβων 282.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) αυτός που παράγει καρπούς καλής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + καρπός (πρβλ. ξηρό-καρπος)].