χρηστόκαρπος

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρηστόκαρπος Medium diacritics: χρηστόκαρπος Low diacritics: χρηστόκαρπος Capitals: ΧΡΗΣΤΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: chrēstókarpos Transliteration B: chrēstokarpos Transliteration C: christokarpos Beta Code: xrhsto/karpos

English (LSJ)

χρηστόκαρπον, having good fruits, bearing good fruits, ib.3.6.

German (Pape)

[Seite 1376] gute Früchte tragend, hervorbringend, Strab. 6, 2,3.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων ἢ παράγων καλοὺς καρπούς, χρηστόκαρπος χώρα Στράβων 282.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τόπο) αυτός που παράγει καρπούς καλής ποιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + καρπός (πρβλ. ξηρόκαρπος)].