κλισίον

Revision as of 13:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

   A v. κλεισίον.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑσίον: τό, ἐξωτερικὸς οἶκος, αὐλὴ ὑπόστεγος χρησιμεύουσα ὡς σταθμὸς ὑποζυγίων καὶ ὡς ἐργαστήριον, τῆς οἰκίας τὸ κλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 2· τριῶν ἡμῖν οὐσῶν οἰκιῶν…, κλισίον μισθωσάμενοι Λυσ. 121. 55· δυσώνυμος οἰκία, πορνεῖον, Δημ. 270. 10. Ἡ ποσότης τῆς λέξεως ταύτης ὁρίζεται ἐκ τοῦ Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Δράκ. 37. 19, Ἐτυμ. Μέγ. 520. 14, ἔνθα ὡσαύτως λέγεται ὅτι εἶναι παροξύτ.· ὁ Δινδ. ἀκολουθεῖ τοῖς Γραμμ. τούτοις καὶ τῷ Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1957. 62, γράφων: κλεισίον ἐκ τοῦ κλείω, πρβλ. κλισιάδες· ἐνῷ τὸ Ὁμηρ. κλίσιον πρέπει νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν √ΚΛΙ, κλίνω.

Greek Monolingual

κλισίον, τὸ (Α)
βλ. κλεισίον.

English (Woodhouse)

hut