ὀκρίς

Revision as of 13:45, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

German (Pape)

[Seite 317] ίδος, fem. zu ὀκριόεις, ὀκρίδα φάραγγα, Aesch. Prom. 1018.

French (Bailly abrégé)

ὀκρίδος
adj. f.
âpre, raboteux.
Étymologie: DELG lat. ocris, cf. ἄκρος.

Greek Monolingual

ὀκρίς, -ίδος, ό, ἡ (Α) όκρις
αυτός που έχει πολλές προεξοχές, που έχει τραχεία επιφάνεια.

Russian (Dvoretsky)

ὀκρίς: ίδος adj. f обрывистый, неровный, острый (φάραγξ Aesch.).

English (Woodhouse)

(see also: ὄκρις) precipitous, sheer, steep