εὐφεγγής

Revision as of 14:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Greek (Liddell-Scott)

εὐφεγγής: -ές, φέγγων καλῶς, λαμπρός, φωτεινός, ἡμέρα.. εὐφ. ἰδεῖν Αἰσχ. Πέρσ. 387· ἀστέρες Ἀπολλ. Ροδ. Γ΄. 1195· σελήνη Πλούτ. 2. 161 Ε· τὸ εὐφ. Λουκ. Ἱππίας 8.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très brillant ; τὸ εὐφεγγές lumière brillante.
Étymologie: εὖ, φέγγος.

Greek Monotonic

εὐφεγγής: -ές (φέγγος), φωτεινός, λαμπρός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφεγγής: ярко сияющий, лучезарный (ἡμέρα Aesch.; σελήνη Plut.).

Middle Liddell

εὐ-φεγγής, ές φέγγος
bright, brilliant, Aesch.

English (Woodhouse)

bright