κωφότης

Revision as of 14:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A deafness, Hp.Epid.3.17.ζ, Pl.Alc.1.126b, Plu.2.167c; dullness of hearing, ib.38b: metaph., D.19.226, Phld.Rh.2.118S.

Greek (Liddell-Scott)

κωφότης: -ητος, ἡ, ἡ ἰδιότης τοῦ κωφοῦ, Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1103, Πλάτ. Ἀλκ., Δημ. 411. 25, κτλ.· ἀδυναμία τῆς ἀκοῆς, Πλούτ. 2. 38Β, 167Β. 2) καθόλου, ἀμβλύτης, νωθρότης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 surdité ; affaiblissement de l’ouïe;
2 p. ext. hébètement, affaiblissement ; fig. sottise, stupidité.
Étymologie: κωφός.

Greek Monotonic

κωφότης: -ητος, ἡ, κουφότητα, αβλύτητα, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κωφότης: ητος ἡ
1) глухота Plat., Plut.;
2) расслабленность, вялость (sc. τῆς ὑστέρας Arst.);
3) тупоумие (τοσαύτη κ. καὶ τοσοῦτο σκότος Dem.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κωφότης -ητος, ἡ [κωφός] doofheid; overdr. ongevoeligheid.

Middle Liddell

κωφότης, ητος, [from κωφός
deafness, Plat., Dem., etc.

English (Woodhouse)

deafness