κουφότητα

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

η (Α κουφότης -ητος) [[[κούφος]] (Ι)]
1. έλλειψη βάρους («τῶν δὴ τόξων και τοξευμάτων ἡ κουφότης ἁρμόττειν δοκεῖ», Πλάτ.)
2. μτφ. κουφόνοια, επιπολαιότητα, απερισκεψία
αρχ.
1. ευκινησία, γρηγοράδα
2. ευπεψία
3. (για ύφος) ελαφρότητα
4. ανακούφισηκουφότης μόχθων», Ευρ.).