κουφότητα

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source

Greek Monolingual

η (Α κουφότης -ητος) [[[κούφος]] (Ι)]
1. έλλειψη βάρους («τῶν δὴ τόξων και τοξευμάτων ἡ κουφότης ἁρμόττειν δοκεῖ», Πλάτ.)
2. μτφ. κουφόνοια, επιπολαιότητα, απερισκεψία
αρχ.
1. ευκινησία, γρηγοράδα
2. ευπεψία
3. (για ύφος) ελαφρότητα
4. ανακούφισηκουφότης μόχθων», Ευρ.).