συμφύλαξ

Revision as of 14:25, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A fellow-watchman or guard, Th.5.80, Pl.R. 463b, 463c; σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, X.Cyr.8.6.11, 8.1.10.

German (Pape)

[Seite 993] ακος, ὁ, Mitwächter; Thuc. 5, 80; Plat. Rep. V, 463 c; τινὶ τῆς ἀρχῆς, Xen. Cyr. 8, 6, 11.

Greek (Liddell-Scott)

συμφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ συμφυλάσσων, ὁ ὁμοῦ φυλάττων ἢ φρουρῶν, Θουκ. 5. 80, Πλάτ. Πολ. 463Β, C· σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 11, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
compagnon de garde.
Étymologie: σύν, φύλαξ.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
σύμφρουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φύλαξ.

Greek Monotonic

συμφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάει σκοπιά ή φρουρεί από κοινού, σε Θουκ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

συμφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ совместно несущий стражу или охрану (Thuc. etc.; ξύμμαχος καὶ σ. τινί τινος Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φύλαξ -ακος, ὁ, Att. ξυμφύλαξ medebewaker; met dat. met iem.

Middle Liddell

σῠμ-φύλαξ, ακος,
a fellow-watchman or guard, Thuc., Plat., Xen., etc.

English (Woodhouse)

fellow-guard