φοινικόβαπτος

Revision as of 14:25, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ον,

   A purple-dyed, ἐσθήματα A.Eu.1028.

German (Pape)

[Seite 1296] in Purpur getaucht, gefärbt, Aesch. Eum. 982 ἐσθήματα.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκόβαπτος: -ον, ὁ βεβαμμένος εἰς χρῶμα φοινικοῦν, ἐσθήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1028.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
teint en pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹, βάπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
βαμμένος με πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό-βαπτος, πορφυρό-βαπτος].

Greek Monotonic

φοινῑκόβαπτος: -ον, βαμμένος σε χρώμα πορφυρό, ἐσθήματα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φοινῑκόβαπτος: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἐσθήματα Aesch.).

Middle Liddell

φοινῑκό-βαπτος, ον,
purple-dyed, ἐσθήματα Aesch.

English (Woodhouse)

crimson