δοριμανής

Revision as of 14:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

ές,

   A raging with the spear, E.Supp.485.

German (Pape)

[Seite 658] ές, mit dem Speere wüthend, kampfgierig; Eur. Suppl. 501; auch δορυμανής, Stob.; vgl. δουρομανής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
follement passionné pour la guerre.
Étymologie: δόρυ, μαίνομαι.

Spanish (DGE)

(δορῐμᾰνής) -ές

• Alolema(s): δουρι- AP 9.485 (Hld.)
enloquecido por la lanza, Ἑλλάς E.Supp.485, Ἀχιλλεύς AP l.c., cf. δουρομανής.

Greek Monolingual

δοριμανής και δουριμανής, -ές (Α)
μανιασμένος για πόλεμο.

Greek Monotonic

δορῐμᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που αγαπά με μανία το δόρυ, δηλ. τον πόλεμο, φιλοπόλεμος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δοριμᾰνής: бешено жаждущий войн, охваченный воинственным пылом (Ἑλλάς Eur.).

Middle Liddell

δορῐ-μᾰνής, ές adj adj μαίνομαι
raging with the spear, Eur.

English (Woodhouse)

mad for battle