τριτεῖα

Revision as of 15:23, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

τά,

   A third prize or place (formed like πρωτεῖα, δευτερεῖα, ἀριστεῖα), Pl.Phlb.22e: in sg., CIG2758,2759 (Aphrodisias).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐτεῖα: τά, τὸ τρίτον βραβεῖον, ἡ τρίτη θέσις· ἐσχηματίσθη κατὰ τὸ πρωτεῖα, δευτερεῖα, ἀριστεῖα, Πλάτ. Φίληβ. 22Ε· ἐν τῷ ἑνικῷ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758, -59.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α τριτεύω
το αξίωμα του τριευτοῡ.
(II)
τα / τριτεῑα, ΝΑ
η τρίτη κατά την τάξη θέση
νεοελλ.
το τρίτο βραβείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + κατάλ. -εῖον, κατά τα πρωτεῖα, δευτερεῖα.

Russian (Dvoretsky)

τρῐτεῖα: τά третий приз, третье место Plat.

English (Woodhouse)

the third prize, third prize