κατορρωδέω

Revision as of 17:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

English (LSJ)

Ion. καταρρ- (q. v.),

   A fear, dread, c. acc., Plb. 14.1.5, Luc.Dem.Enc.3: abs., to be afraid, μήPlb.10.3.5, cf. Onos.11.3.

Greek (Liddell-Scott)

κατορρωδέω: Ἰων. καταρρ-, ὑπερβολικὰ φοβοῦμαι, πτοοῦμαι μεγάλως, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 34. ΙΙ. ἀπολ., διατελῶ ἐν φόβῳ ὁ αὐτ. 6. 9, Πολύβ., κλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 intr. frissonner de peur;
2 tr. trembler devant, acc..
Étymologie: κατά, ὀρρωδέω.

Greek Monotonic

κατορρωδέω: Ιων. κατ-αρρ-, μέλ. -ήσω,
I. φοβάμαι υπερβολικά, τρομοκρατούμαι, αναστατώνομαι, με αιτ., σε Ηρόδ.
II. απόλ., φοβάμαι, βρίσκομαι σε κατάσταση φόβου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατορρωδέω: ион., καταρροδέω бояться, пугаться (τὸ ἐξ οὐρανῶν φάσμα Her.; τὸν ἔξω κίνδυνον Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ορρωδέω, Ion. καταρρωδέω, perf. καταρρώδηκα, plqperf. 3 sing. καταρρωδήκεε, vrezen, bang zijn voor; met acc.: καταρρωδηκότες τοὺς Πέρσας uit angst voor de Perzen Hdt. 9.8.2.

Middle Liddell

ionic κατ-αρρ- fut. ήσω
I. to be dismayed at, dread greatly, c. acc., Hdt.
II. absol. to be afraid, be in fear, Hdt.