συμπαρεδρεύω

Revision as of 18:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

English (LSJ)

   A sit beside, τοῖς ἀθανάτοις Sch.Luc.DMort.1.1.    2 of planets, to be situated together, τῷ δεσπόζοντι τῶν Χρόνων Nech. ap. Vett.Val.291.20.

German (Pape)

[Seite 985] mit od. zugleich Beisitzer sein, dabei sitzen, Luc. Navig. 31, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρεδρεύω: παρακάθημαι ὁμοῦ, τοῖς ἀθανάτοις Σχόλ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διαλ. 1, 1, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετάφρ. 2, 485, κλπ.

Greek Monolingual

Α συμπάρεδρος
1. κάθομαι δίπλα σε κάποιον
2. (για πλανήτη) βρίσκομαι στην ίδια θέση με άλλον
3. σχετίζομαι με κάτι, ανήκω ή αφορώ σε κάτι.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρεδρεύω: сидеть вместе или рядом (Luc. - v. l. συμπάρειμι I).