μητρανοίκτης

Revision as of 12:45, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A instrument for opening the womb, Hermes 38.282.

Greek (Liddell-Scott)

μητρανοίκτης: ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς ἄνοιξιν τῆς μήτρας, Ἰατρ.

Greek Monolingual

μητρανοίκτης, ὁ (Α)
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη διάνοιξη της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + -ανοίκτης (< ανοίγω), πρβλ. θηρ-ανοίκτης].