μητρανοίκτης
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
English (LSJ)
μητρανοίκτου, ὁ, instrument for opening the womb, Hermes 38.282.
Greek (Liddell-Scott)
μητρανοίκτης: ὁ, ἐργαλεῖον χειρουργικὸν πρὸς ἄνοιξιν τῆς μήτρας, Ἰατρ.
Greek Monolingual
μητρανοίκτης, ὁ (Α)
χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη διάνοιξη της μήτρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + -ανοίκτης (< ανοίγω), πρβλ. θηρανοίκτης].