εὐαγωγία

Revision as of 16:40, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ".V A" to ".V A")

English (LSJ)

ἡ,

   A good education, ἡ Ἐπικράτους εὐ. τοῦ ἀδελφοῦ Aeschin. 2.151, cf. Simp. in Epict.p.19 D., al.    II easiness of being led, ψυχῆς πρὸς λόγους Pl.Def.413b, cf. Them.Or.13.175c: abs., docility, Arist. VV1250b32; κουφότης καὶ εὐ. Philostr.V A6.13.

German (Pape)

[Seite 1055] ἡ, gute Führung, Leitung oder Erziehung, Wohlgezogenheit, Aesch. 2, 151 u. Sp. – Lenksamkeit, Gelehrigkeit, ψυχῆς πρὸς λόγους καὶ πράξεις Plat. defin. 413 b; Themist.

Greek (Liddell-Scott)

εὐᾰγωγία: ἡ, καλὴ ἀγωγή, καλὴ ἀνατροφή, Αἰσχίν. 48.20. ΙΙ. τὸ εὐάγωγον, εὐαγωγία ψυχῆς πρός λόγους καὶ πράξεις Πλάτ. Ὅροι 413Β, Ἀριστ. π. Ἀρετ. κ. Κακ. 5. 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonne éducation.
Étymologie: εὐάγωγος.

Greek Monolingual

εὐαγωγία, ἡ (Α) ευάγωγος
1. καλή αγωγή, καλή ανατροφή, καλή εκπαίδευση
2. η ευκολία κάποιου στο να καθοδηγείται, το ευάγωγον («εὐαγωγία ψυχῆς πρὸς λόγους», Πλάτ.)
3. ευπείθειακουφότης καὶ εὐαγωγία», Φιλόστρ.).

Greek Monotonic

εὐᾰγωγία: ἡ, καλή αγωγή, καλή ανατροφή, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

εὐᾰγωγία:
1) хорошее воспитание, благовоспитанность Aeschin., Arst., Plut.;
2) правильное развитие (τῶν σωμάτων Arst.);
3) восприимчивость, понятливость (ψυχῆς πρὸς λόγους Plat.).

Middle Liddell

εὐᾰγωγία, ἡ,
good education, Aeschin. [from εὐάγωγος