καπνιαῖος

Revision as of 18:20, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

λίθος

   A smoky quartz, PHolm.10.9, cf. 4.6.

Greek Monolingual

καπνιαῑος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει χρώμα καπνού
2. φρ. «καπνιαῑος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου, ιάσπιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ιαίος (πρβλ. μην-ιαίος, ωρ-ιαίος)].