σίλι

Revision as of 19:07, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

τό,= κροτών, Plin.HN15.25.    II = σέσελι, ib.20.36, Fest. s.v. silatum.

German (Pape)

[Seite 881] τό, = σιλλικύπριον, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

σίλι: τό, = κρότων ἢ κίκι, ὅπερ καλεῖται παρ’ Ἡροδ. 2. 94 σιλλικύπριον, τό, ἴδε Πλιν. Ν. Η. 20. 5· ὡσαύτως σέσελι.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. σέσελι.

Greek Monotonic

σίλι: τό, = κρότων ή κίκι, φυτό της τροπικής Ασίας, της Αφρικής και των παραμεσόγειων χωρών, από τους καρπούς του οποίου εξάγεται έλαιο που χρησιμοποιείται στη σαπωνοποιία, ως μέσο φωτισμού κ.λπ. Στον Ηρόδ. ονομάζεται σιλλικύπριον, τό.

Middle Liddell


= κρότων or κίκι, called in Hdt. σιλλικύπριον, τό.