συοφορβός

Revision as of 19:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

όν, later form of συφορβός, Plb.12.4.6, D.H. 1.84 codd., Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

συοφορβός: -όν, μεταγεν. τύπος τοῦ συφορβός, Πολύβ. 12, 4, 6, Διον. Ἁλ. 1. 84 (Βατικ. Ἀντιγραφ.)· «συοφορβὸς· σῦς τρέφων» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και συφορβός, -όν, Α
εκτροφέας χοίρων, χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -φορβός (< φέρβω «τρέφω»), πρβλ. βου-φορβός, ιππο-φορβός].

Russian (Dvoretsky)

συοφορβός: ὁ свиновод, свинопас Polyb.