σφακώδης

Revision as of 19:45, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ες,

   A abounding in sage, κλ<ε>ιτύς Hsch. σφάλαξ, v σπάλαξ. σφαλάσσειν· τέμνειν, κεντεῖν, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ἔχων ἄφθονον ἐλελίσφακον, «σφακώδη κλιτύν· καθ’ ἣν ὁ σφάκος ἐφύετο. ἔστι δὲ ἄγριον φυτὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ῶδες, Α σφάκος
(για τόπο) αυτός στον οποίο φύεται με αφθονία η φασκομηλιά.