σόκκος

Revision as of 19:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A lasso, Olymp.Hist.p.457 D.

Greek (Liddell-Scott)

σόκκος: ὁ, εἶδος βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «σκάλα»· ― σοκκεύω, -ίζω, κάμνω χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ
είδος βρόχου που χρησίμευε για τη σύλληψη και κατακρήμνιση ιππέων από τον ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: lasso Malalas about the Huns.
Derivatives: σοκκεύω catch by the lasso.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.