κολλεψός

Revision as of 20:30, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (κόλλα, ἕψω)

   A glue-boiler, IG22.1558.10, Poll.7.183.

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, der Leimkocher, Poll. 7, 183.

Greek (Liddell-Scott)

κολλεψός: -οῦ, ὁ, (κόλλα ἕψω) ὁ βράζων, παρασκευάζων κόλλαν, Πολυδ. Ζ΄, 183.

Greek Monolingual

κολλεψός, ὁ (Α)
αυτός που παρασκεύαζε κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -εψός (< ἕψω «βράζω»), πρβλ. λιν-εψός, χυτρ-εψός].