κολλεψός

From LSJ

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλεψός Medium diacritics: κολλεψός Low diacritics: κολλεψός Capitals: ΚΟΛΛΕΨΟΣ
Transliteration A: kollepsós Transliteration B: kollepsos Transliteration C: kollepsos Beta Code: kolleyo/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (κόλλα, ἕψω) glue-boiler, IG22.1558.10, Poll.7.183.

German (Pape)

[Seite 1473] ὁ, der Leimkocher, Poll. 7, 183.

Greek (Liddell-Scott)

κολλεψός: -οῦ, ὁ, (κόλλα ἕψω) ὁ βράζων, παρασκευάζων κόλλαν, Πολυδ. Ζ΄, 183.

Greek Monolingual

κολλεψός, ὁ (Α)
αυτός που παρασκεύαζε κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -εψός (< ἕψω «βράζω»), πρβλ. λινεψός, χυτρεψός].