κολλεψός
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (κόλλα, ἕψω) glue-boiler, IG22.1558.10, Poll.7.183.
German (Pape)
[Seite 1473] ὁ, der Leimkocher, Poll. 7, 183.
Greek (Liddell-Scott)
κολλεψός: -οῦ, ὁ, (κόλλα ἕψω) ὁ βράζων, παρασκευάζων κόλλαν, Πολυδ. Ζ΄, 183.
Greek Monolingual
κολλεψός, ὁ (Α)
αυτός που παρασκεύαζε κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -εψός (< ἕψω «βράζω»), πρβλ. λινεψός, χυτρεψός].