λοιβεῖον

Revision as of 20:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

τό,

   A cup for pouring libations, Plu. Aem.33, Marc.2.

Greek (Liddell-Scott)

λοιβεῖον: τό, ἀγγεῖον πρὸς σπονδὴν χρησιμεῦον, Πλουτ. Αἰμ. 33, Μάρκελλ. 2· «σπονδεῖον, ᾧ τὸν οἶνον ἐπισπένδεις, καὶ λοιβεῖον, ᾧ τοὔλαιον» Πολυδ. Ι΄, 65.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour les libations.
Étymologie: λοιβή.

Greek Monolingual

λοιβεῑον, τὸ (Α) λοιβή
αγγείο για σπονδή («ἀργυρᾱ λοιβεῑα... τοῑς θεοῑς καθιέρωσεν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

λοιβεῖον: τό, αγγείο που χρησίμευε στις σπονδές, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

λοιβεῖον: τό культ. сосуд для возлияний Plut.

Middle Liddell

λοιβεῖον, ου, τό,
a cup for pouring libations, Plut. [from λοιβή