τενθεύω

Revision as of 21:00, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

   A eat greedily, Poll.6.122, dub. cj. in Lib.Or.62.25.

German (Pape)

[Seite 1091] ein Leckermaul sein, naschen, Liban. – Bei Sp., wie Nicet., auch med.

Greek (Liddell-Scott)

τενθεύω: τρώγω ἀπλήστως, λαιμάργως, Λατ. ligurrire c?tillari, Πολυδ. ϛʹ, 122· - ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Νικήτ. Χρον. 309D, 328C (τὰ Ἀντίγραφα τονθ-).

Greek Monolingual

ΜΑ τένθης
τρώω με λαιμαργία («ἐξωροπότει καὶ ἤσθιε τενθευόμενος», Νικ. Χων.).