ἀμπελουργία

Revision as of 21:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

ἡ,

   A vine-dressing, Thphr.CP3.14.2, Luc.Salt.40: in pl., vineyards, Lib. Or.11.234, Poll.1.228.

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, Weinbergarbeit, Theophr.; Luc. salt. 40; Weinberg, Poll. 1, 228.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργία: τὸ περιποιεῖσθαι, καλλιεργεῖν ἀμπέλους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 3. 14, 2· καὶ ἀμπελούργημα, τό, τὸ ἀμπελουργεῖν, Πολυδ. 7. 140.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 cultivo o cuidado de la vid Thphr.CP 3.14.2, Luc.Salt.40, D.C.40.27, Poll.7.140, Gr.Nyss.Hom.in Cant.453.17, SB 9778.16 (VI a.C.).
2 plu. viñedos Lib.Or.11.234, Poll.1.228.

Greek Monolingual

η (Α ἀμπελουργία) ἀμπελουργός
η καλλιέργεια της αμπέλου.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπελουργία: ἡ Luc. = ἀμπελουργική.