ἀρτοπώλιον

Revision as of 21:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

τό,

   A baker's shop, Ar.Ra.112, Fr.155: -εῖον, Suid.

German (Pape)

[Seite 363] τό, = ἀρτοπωλεῖον, Ar. Ran. 112.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοπώλιον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― Κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἀρτοπωλεῖον, τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· ἀρτοπώλιον δὲ ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «ἀρτοπώλιον, ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
boulangerie.
Étymologie: ἀρτόπωλις.

Spanish (DGE)

-ου, τό

• Alolema(s): -εῖον Pall.H.Laus.37.7, Poll.7.21, Sud.
panadería Ar.Ra.112, Fr.1, Philostr.VS 526, Poll.l.c., Pall.l.c., Sud.

Greek Monolingual

ἀρτοπώλιον, το (Α) αρτόπωλις
το αρτοπωλείο.

Greek Monotonic

ἀρτοπώλιον: τό, αρτοποιείο, φούρνος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτοπώλιον: τό булочная Arph.

Middle Liddell

[from ἀρτόπωλις
a baker's shop, bakery, Ar.