αρτοπωλείο

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

το (Α ἀρτοπωλεῖον) αρτοπώλης
το κατάστημα όπου πουλιέται άρτος
αρχ.
το εργαστήριο όπου φτιάχνουν ψωμί.