αρτοποιείο

From LSJ

Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz

Menander, Monostichoi, 271

Greek Monolingual

το αρτοποιός
το κατάστημα ή το εργαστήριο όπου κατασκευάζεται το ψωμί, ο φούρνος.