ἐκρύπτω

Revision as of 21:15, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

   A wash or rinse out, Poll.1.44,7.39 :—Med., ἐκρύπτεσθαι τὸ ἀδικεῖν Ph.1.613.

German (Pape)

[Seite 778] ausspülen, reinigen, Poll. 1, 44. – Hsd. bei Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκρύπτω: ἐκπλύνω, καθαρίζω, Πολυδ. Α΄, 44., Ζ΄, 39: - Μέσ. ἐκρύπτεσθαι τὸ ἄδικον Φίλων 1. 613.

Spanish (DGE)

restregar, limpiar Poll.1.44, 7.39
fig. en v. med. restregarse, limpiarse τὸ ἀδικεῖν Ph.1.613.

Greek Monolingual

ἐκρύπτω (Α)
πλένω, ξεπλένω, καθαρίζω (και το μέσ. μτφ. «εἰ καὶ μὴ παντελῶς ἐξερύψαντο καὶ ἀπεπλύναντο τὸ ἀδικεῑν», Φίλων).