ἰξεύω

Revision as of 21:25, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

English (LSJ)

(ἰξός)

   A catch by birdlime, Artem.2.19, EM471.53:—Med., Poll.7.135.

German (Pape)

[Seite 1255] Vögel fangen mit Leimruthen, Poll. 7, 135 u. a. Sp., auch übtr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξεύω: (ἰξὸς) συλλαμβάνου διὰ τοῦ ἰξοῦ, Ἰω. Χρυσ., Ἐτυμολ. Μ. 471. 53. ― Μέσ., Πολυδ. Ζ΄, 135.

French (Bailly abrégé)

prendre des oiseaux à la glu.
Étymologie: ἰξός.

Greek Monolingual

ἰξεύω) ιξός
1. πιάνω πουλιά με ιξόβεργα
2. (γενικώς) συλλαμβάνω, πιάνω
νεοελλ.
αλείφω με κόλλα ιξού.

Greek Monotonic

ἰξεύω: (ἰξός), πιάνω με ξώβεργα.

Middle Liddell

ἰξεύω, ἰξός
to catch by birdlime.