θέλκτωρ

Revision as of 08:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A = θελκτήρ, A.Supp.1040 (lyr., θεάκτ- cod. M), cf. Suid. (θελκτώ codd.).

German (Pape)

[Seite 1193] ορος, = θελκτήριος, Πειθώ Aeschyl. Suppl. 1023.

Greek (Liddell-Scott)

θέλκτωρ: θελκτήρ, Σουΐδ. (οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ θελκτώ)· θέλκτορι ὀρθῶς γράφεται ὑπὸ τοῦ Bothe ἀντὶ θεάκτορι (κατὰ τὸ Μεδ. χειρόγρ.) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040.

Greek Monolingual

θέλκτωρ, ό (Α) θέλγω
θελκτήρ.

Russian (Dvoretsky)

θέλκτωρ: ορος ὁ Aesch. = θελκτήρ.