θέλκτωρ
English (LSJ)
A = θελκτήρ, A.Supp.1040 (lyr., θεάκτ- cod. M), cf. Suid. (θελκτώ codd.).
German (Pape)
[Seite 1193] ορος, = θελκτήριος, Πειθώ Aeschyl. Suppl. 1023.
Greek (Liddell-Scott)
θέλκτωρ: θελκτήρ, Σουΐδ. (οὕτως ὁ Δινδ. ἀντὶ θελκτώ)· θέλκτορι ὀρθῶς γράφεται ὑπὸ τοῦ Bothe ἀντὶ θεάκτορι (κατὰ τὸ Μεδ. χειρόγρ.) ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1040.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
θέλκτωρ: ορος ὁ Aesch. = θελκτήρ.