θελκτήρ
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
θελκτῆρος, ὁ, soother, charmer, θελκτὴρ ὀδυνάων, of Asclepius, h.Hom.16.4; cf. θέλκτωρ.
German (Pape)
[Seite 1192] ῆρος, ὁ, der beschwichtigt, lindert, ὀδυνάων H. h. 15, 4.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui charme, adoucit, apaise.
Étymologie: θέλγω.
Russian (Dvoretsky)
θελκτήρ: ῆρος ὁ волшебник-успокоитель, заклинатель (ὀδυνάων HH).
Greek (Liddell-Scott)
θελκτήρ: ῆρος, ὁ, (θέλγω) ὁ καταθέλγων, μαγεύων, πραΰνων, θελκτὴρ ὀδυνάων Ὕμν. Ὁμ. 16. 4· πρβλ. θέλκτωρ.
Greek Monolingual
θελκτήρ, ὁ (Α) θέλγω
αυτός που καταπραΰνει κάποιον ή κάτι.
Greek Monotonic
θελκτήρ: -ῆρος, ὁ (θέλγω), αυτός που μαγεύει, αυτός που σαγηνεύει, σε Ομηρ. Ύμν.