μάταν
English (LSJ)
Adv., Dor. for μάτην.
II μάταν· ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν, Hsch. μάταξα, ἡ,A v. μέταξα. μάταρος· στέφανος μεμαρασμένος, Id. (fort. μαδαρός).
Greek (Liddell-Scott)
μάταν: ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ τοῦ μάτην, Πίνδ., Τραγ.
English (Slater)
μᾰτᾱν
1 to no purpose τά κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἕψοι μάταν; (O. 1.83)
Greek Monolingual
(I)
μάταν (Α)
(δωρ.τ.) βλ. μάτην.
(II)
μάταν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ λύγξ, ἔνιοι δὲ ματακὸς ἢ ματακόν».
Greek Monotonic
μάταν: Δωρ. αντί μάτην.
Russian (Dvoretsky)
μάτᾱν: (μᾰ) adv. дор. = μάτην.