μακρύνω

Revision as of 09:20, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

fut.

   A μακρῠνῶ LXX Ec.8.13: fut. Pass. μακρυνθήσομαι ib.Is.49.19: pf. Pass. μεμάκρυμμαι ib. Ps.55(56) tit.:—prolong, ἡμέρας ib.Ec. l. c.; ἀνομίαν ib.Ps.128(129).3.    2 lengthen a syllable, Sch.Il.16.390 (Pass.).    II remove to a distance, put away, τὴν βοήθειαν LXX Ps.21(22).20, cf. 39(40).12; τοὺς ἀνθρώπους ib.Is.6.12:—Pass., to be far off, τόπου from a place, Hero Spir.Praef.    2 intr. in Act., travel far, c. gen., LXX Jd.18.22, cf. Ps.54(55).7.

Greek (Liddell-Scott)

μακρύνω: [ῡ], Παθ. πρκμ. -υσμαι, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 2, 17. - Ἐπιμηκύνω, ἡμέρας Ἑβδ. (Ἐκκλ. Η΄, 13), μηκύνω συλλαβήν, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 390. ΙΙ. ἀπομακρύνω, ἀπορρίπτω, τὴν βοήθειαν Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚΑ΄, 20, πρβλ. ΛΘ΄, 11)· τοὺς ἀνθρώπους αὐτόθι (Ἰσαῖ. ϛʹ, 12)· τόπου, ἀπό τινος τόπου, Ἥρων ἐν Math. Vett. 145· - Παθ., εἶμαι μακράν, ἀπέχω, ἀπό τινος Ἀριστ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) οὕτως ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἑβδ. (Κριτ. ΙΗ΄, 22, πρβλ. Ψαλμ. ΝΔ΄, 7).

Greek Monolingual

(AM μακρύνω)
βλ. μακραίνω.